χοροδιδασκαλείο

χοροδιδασκαλείο
το
αίθουσα όπου διδάσκονται οι χοροί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοροδιδασκαλείο — το, Ν σχολή χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροδιδάσκαλος + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χοροδιδασκαλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”